αγκαλιά

αγκαλιά
η
1. κυριολ., η αγκαλιά: Έσφιξε τον ξενιτεμένο στην αγκαλιά της.
2. συνεκδοχ., ό,τι μπορεί να χωρέσει μέσα στην αγκαλιά: Έφερε μια αγκαλιά ξύλα και τα 'ριξε στη φωτιά.
3. ως επίρρ.: Κρατούσε το παιδί αγκαλιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγκαλιά — η 1. η αγκάλη* (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.) 2. σιδερένιο τεμάχιο τής στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά) 3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τύπος τού αγκάλη με την… …   Dictionary of Greek

  • Сабанис, Йоргос — Йоргос Сабанис Имя при рождении греч. Γιώργος Σαμπάνης Дата рождения 1983 год(1983) …   Википедия

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • αγκάς — ἀγκάς επίρρ. (Α) στην αγκαλιά, αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να προέρχεται από τη δοτ. πληθ. ἀγκάσι (πρβλ. φρασί) τής λ. ἀγκών ή από επίρρ. *ἀγκάσε, με έκθλιψη] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλίδα — η (Α ἀγκαλίς) [ἀγκάλη] δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιά αρχ. αἱ ἀγκαλίδες η αγκαλιά …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”